Προκαταρκτικές σημειώσεις για τον σύγχρονο φασισμό και τον αντιφασισμό

 

Απόσπασμα του μεγαλύτερου μέρους κειμένου που δημοσιεύτηκε στις 15/1/13 από τον Taco.

Από http://communisation.espivblogs.net

leukos-panthhras

 

Κράτος, «κοινωνία» και ελληνικός φασισμός

Η προσέγγιση του φασισμού από τη σκοπιά της ιστορικής του ανάδυσης, καθώς αντιβαίνει στην τρέχουσα αντίληψη γι’ αυτόν η οποία αποτελεί και το «αυτονόητο» σημείο εκκίνησης κάθε συζήτησης, έχει κάποιες κρίσιμες όσο και ενοχλητικές συνέπειες. Το ξεπέρασμα της απλής αμεσότητας του σύγχρονου φασισμού σημαίνει πως για να τον κατανοήσει κανείς είναι ανάγκη να κινηθεί πέρα και έξω από αυτό που σήμερα αναγνωρίζεται γενικά ως φασισμός. Να στραφεί προς κοινωνικές και πολιτικές περιοχές που δεν θεωρούνταν (και συνεχίζουν να μην θεωρούνται) φασιστικές, αναζητώντας μέσα στις «κανονικές», «δημοκρατικές» συνθήκες τις διαδικασίες και τη δυναμική της συγκρότησής του. Μολονότι το σήμερα δεν είναι ίδιο με το χτες, είναι αδύνατο να γίνει κατανοητό αν δεν διακρίνουμε μέσα στο χτες αυτά που προετοίμαζαν και ωθούσαν στο σήμερα.

Από τη σκοπιά της έμπρακτης κριτικής του υπάρχοντος κόσμου, η κριτική του κράτους οφείλει ταυτόχρονα να αποτελεί κριτική και της «κοινωνίας». Το κράτος, όπως παρατηρούσε κάποιος ήδη από τον 19ο αιώνα, δεν αποτελεί μια «δύναμη που επιβλήθηκε στην κοινωνία απ’ έξω» αλλά πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα κοινωνικό προϊόν, ως εκείνη η «ομολογία» ότι η κοινωνία «μπερδεύτηκε σε μιαν αξεδιάλυτη αντίφαση με τον ίδιο τον εαυτό της, ότι διασπάστηκε σε ασυμφιλίωτες αντιθέσεις που είναι ανήμπορη να τις εξορκίσει»[1]. Η χρησιμότητα της συγκεκριμένης θέσης σήμερα δεν αφορά βεβαίως την υποστήριξη της υπόθεσης σχετικά με μια κάποια, ανύπαρκτη, «χρυσή εποχή» πριν την εμφάνιση του κράτους όταν οι κοινωνίες και οι άνθρωποι ζούσαν αρμονικά και χωρίς «αντιφάσεις». Αντίθετα, το σημαντικό στοιχείο σ’ αυτήν έγκειται στο ότι μας επιτρέπει, χωρίς να ρευστοποιούμε κρίσιμες διακρίσεις σε ένα αδιαφοροποίητο όλον, να συλλάβουμε και το κράτος και την «κοινωνία» ως εσωτερικά διαμεσολαβούμενους πόλους. Ο καθένας προϋποθέτει τον άλλον και συγκροτεί την ιδιαιτερότητά του σε σχέση με τον άλλο.

Ως εκ τούτου, το κράτος, μολονότι αποτελεί, πράγματι, μιαν ισχυρότατη δύναμη λήψης αποφάσεων και επιβολής τους, δεν αποτελεί ένα αύταρκες αντικείμενο, δεν αποτελεί το ίδιο εξήγηση ούτε του εαυτού του ούτε και εκείνου που θεωρείται ως εξωτερικό του, της «κοινωνίας». Το κράτος, οπωσδήποτε το καπιταλιστικό αλλά όχι μόνον αυτό, είναι προϊόν μιας ιστορικά συγκεκριμένης κοινωνικής διαίρεσης και είναι διαμέσου αυτής που συγκροτούνται και οι δύο περιοχές· και το κράτος και η «κοινωνία». Ως διαρκής προσπάθεια γεφύρωσης του κοινωνικού/ταξικού χάσματος, και μάλιστα ως διαρκής αναγγελία της ήδη περατωθείσας γεφύρωσής του, το κράτος συνιστά το ίδιο μια ζωντανή μαρτυρία του αγεφύρωτου χαρακτήρα του χάσματος. Ως αναγγελία του τέλους του κοινωνικού ανταγωνισμού, συνιστά μια δύναμη διεξαγωγής του προς όφελος της σχέσης του κεφαλαίου και των κυρίαρχων σχέσεων εξουσίας εν γένει. Απ’ αυτή την άποψη, το κοινωνικό ρήγμα που διαχωρίζοντας μορφοποιεί τόσο το κράτος, ως διακριτό πεδίο της κυρίαρχης πολιτικής εξουσίας, όσο και την «κοινωνία», διατρέχει επίσης την ίδια την «κοινωνία» και είναι αυτό που καθιστά αναγκαίο γι’ αυτήν το κράτος[2]. Έτσι, η λεγόμενη κυβέρνηση, κάθε κυβέρνηση που αποδεικνύεται σε κάποιο βαθμό ικανή να κυβερνά, στηρίζεται σε και στηρίζει συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές, σχέσεις και δυναμικές, συγκεφαλαιώνοντάς τες στο επίπεδο του καπιταλιστικού εθνικού κράτους. Η ίδια η κατηγορία καπιταλιστικό/εθνικό κράτος δεν σημαίνει παρά το ότι η κοινωνική σχέση του κεφαλαίου και οι κοινωνικές σχέσεις εξουσίας που οργανώνουν και επιβάλλουν το έθνος, έχουν συγκροτηθεί σε κράτος.

Ο σύγχρονος ελληνικός φασισμός, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ως εδώ, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ευρεία κοινωνική κίνηση και δυναμική, μια ιδιαίτερη εκδοχή της παρούσας κρίσης και μια συγκεκριμένη τοποθέτηση στο εσωτερικό της. Ως κοινωνική κίνηση και δυναμική διατρέχει και το κράτος και την «κοινωνία» και, οπωσδήποτε, υπερβαίνει την -όποια- κυβέρνηση, την αστυνομία αλλά και την τρέχουσα έκδηλη κομματική εκδοχή συγκρότησής του, την ΧΑ[3]. Η παραπάνω διατύπωση, ωστόσο, περιλαμβάνει μιαν έννοια η οποία χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση καθώς η κυρίαρχη εκδοχή και χρήση της λειτουργεί ως εμπόδιο για την κατανόηση του εύρους και του βάθους του σύγχρονου φασισμού. Πρόκειται για την περιβόητη «κρίση», η οποία συνδέεται, πρωτίστως, με την ελλάδα, την οικονομία, το χρέος (της ελλάδας), το μνημόνιο, το ευρώ, τους έλληνες εργαζόμενους κλπ. Από μια προλεταριακή σκοπιά, παρόλα αυτά, η έννοια της κρίσης (οφείλει να) αντιτίθεται στον εθνικό/ελληνικό χαρακτήρα της και, οπωσδήποτε, δεν αντιστοιχεί σ’ αυτό που τα τελευταία τέσσερα περίπου χρόνια γίνεται ευρέως αντιληπτό ως «οικονομική κρίση».

 

Η κρίση, της οποίας εκδοχή είναι ο ελληνικός φασισμός, αναφέρεται σε κοινωνικές σχέσεις μιας ιστορικά συγκεκριμένης μορφής, σχέσεις διαμέσου των οποίων παράγεται και αναπαράγεται κοινωνικά η ζωή. Η κρίση αφορά την κεφαλαιακή σχέση και τις συνέπειες της κυριαρχίας της πάνω στη ζωή του προλεταριάτου. Έχει ιστορικό βάθος δύο και πλέον δεκαετιών και είναι οι μετανάστες και οι μετανάστριες, το πλέον υποτιμημένο τμήμα του εγχώριου προλεταριάτου, αυτοί που τη βιώνουν με τον πιο βίαιο τρόπο. Αυτή η κρίση, αυτός ο φασισμός, αναπτύσσονται από τότε που «όλα πήγαιναν καλά», τότε που οι ξένοι ήταν ξένοι και οι έλληνες ευχαριστημένοι. Εννοώντας την κρίση ως μια πρόσφατη οικονομική πραγματικότητα, η εξαιρετικά διαδεδομένη «κοινωνιολογική» θέση σύμφωνα με την οποία «η κρίση φέρνει το φασισμό» συγκαλύπτει τις κοινωνικές σχέσεις, τις πρακτικές και τις δυνάμεις που τον ανέθρεψαν, καθώς και το ιστορικό τους βάθος. Η θέση ότι «η κρίση φέρνει το φασισμό» μπορεί να είναι ορθή μόνο υπό την έννοια ότι υποδεικνύει ήδη μια κοινωνία βαθιά ιεραρχική και ρατσιστική, μια κοινωνία η οποία τον εμπεριέχει.

Ο σύγχρονος φασισμός είναι ακατανόητος έξω απ’ τη βαθιά εμπεδωμένη ιεραρχική διάκριση μεταξύ ελλήνων και ξένων, η οποία αποτελεί, ταυτόχρονα, θεμελιώδη προϋπόθεση και επιτυχία του. Όποιος θέλει να τον καταλάβει θα πρέπει πρώτα και κύρια να στραφεί στο ασταμάτητο και ανελέητο κυνηγητό εναντίον των μεταναστών-τριών[4]. Στους πνιγμένους, τους δολοφονημένους, τις βιασμένες, τους βασανισμένους στα αστυνομικά τμήματα, τους «αγανακτισμένους» έλληνες που με διάφορες αφορμές «παίρνουν το νόμο στα χέρια τους», στον καμένο καταυλισμό της Πάτρας και τα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας, στον Άγιο Παντελεήμονα και στο γείτονα/σύζυγο/συμφοιτητή/φίλο/συγγενή που επαναλαμβάνει πως οι μετανάστες πράγματι «βρωμάνε», «φέρνουν αρρώστιες», «είναι κλέφτες» και πως όσοι διαφωνούν «να τους πάρουν σπίτι τους». Ακόμα και αυτή η στοιχειώδης έννοια «ελληνική κοινωνία», εθνικοποιώντας τις κοινωνικές σχέσεις διαβεβαιώνει πως οι «ξένοι» δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτήν παρά μόνον ως παρείσακτοι. Οι μετανάστες-τριες εντάχθηκαν εξαρχής ως κατώτεροι των ελλήνων και είναι αυτή τους η «αυτονόητη» κατωτερότητα που κατέστησε εφικτή την κρατική στρατηγική παρανομοποίησής τους. Η ελληνική ανωτερότητα, εκείνο το καθεστώς σχέσεων που οργανώνεται με βάση την εθνική επιταγή «πρώτα οι έλληνες», εξασφάλισε και συνεχίζει να εξασφαλίζει πάμφθηνη και χωρίς δικαιώματα εργασία στην «εθνική» οικονομία -λευκή και μαύρη- καθιστώντας επίσημα τη διαχείριση της ζωής των μεταναστών-τριών ένα ζήτημα της αστυνομίας. «Μικρομεσαία» και-όχι-μόνο- αφεντικά της πόλης και την υπαίθρου, μπάτσοι όλων των ειδών που βγάζουν το ψωμί (και το παντεσπάνι τους) «προστατεύοντας» τους έλληνες από τους «λαθρομετανάστες εγκληματίες», μαφιόζοι όλων των ειδών, εργάτες-τριες που πιάσαν την καλή και απέκτησαν υπηρέτρια, αρσενικοί όλων των τάξεων που βρήκαν «μουνιά να γαμήσουν», όλοι αυτοί-ές αξιοποίησαν ενεργητικά τα προνόμιά τους εις βάρος των «ξένων». Εδώ δεν υπάρχει ούτε παραπλάνηση, ούτε λάθος, μόνο συμφέροντα, προνόμια και η ενεργητική θέληση για την υπεράσπισή τους. Και, όπως είναι γνωστό, «[το] προνόμιο, εξ ορισμού, υπερασπίζεται και προστατεύει το προνόμιο»[5].

Ο φασισμός δεν είναι μια πραγματικότητα που δημιουργείται εκ του μηδενός. Είναι η ποιοτική αναβάθμιση αυτού που ήδη συμβαίνει για πάνω από 20 χρόνια. Μέσα στον παροξυσμό της κρίσης, η οποία αποδιαρθρώνει τον εγχώριο μικροαστισμό ωθώντας ταυτόχρονα με τη βία ένα πολύ μεγάλο κομμάτι ελλήνων εργατών-τριών στην κατάσταση του χωρίς εισαγωγικά προλεταριάτου, ο φασισμός αποτελεί ριζοσπαστικοποίηση του ελληνικού ρατσισμού. Το διάχυτο και κυρίαρχο «πρώτα οι έλληνες» μετατρέπεται στο «μόνο οι έλληνες» μέσα στο οποίο αναφλέγεται ασταμάτητα η εξόντωση των Άλλων. Πρόκειται, ωστόσο, για μια μετατροπή που δε χρειάζεται και μεγάλη προσπάθεια, εφόσον το δεύτερο ενοικούσε πάντοτε εντός του πρώτου. Η αρχή της εθνικής αποκλειστικότητας συνιστά μια ξεκάθαρη θέση μάχης στον κοινωνικό ανταγωνισμό. Τώρα που η εκτεταμένη ανεργία περιορίζει δραματικά τις δυνατότητες για δουλειά και επιβίωση, ρίχνοντας τα μεροκάματα και χειροτερεύοντας από κάθε άποψη τις συνθήκες εργασίας, ο φασισμός, αξιοποιώντας το εθνικό προνόμιο, κινείται άμεσα και βίαια προς υπεράσπιση του «έλληνα εργάτη» ο οποίος ανταγωνίζεται τους «ξένους» για δουλειές που πριν μερικά χρόνια δεν διανοούνταν καν να κάνει. Το ίδιο ισχύει παντού: στο νοσοκομείο, την πολυκατοικία, τον παιδικό σταθμό. Ο φασισμός είναι η διαχείριση της εξαθλίωσης με όρους εθνικής αποκλειστικότητας.

Ο φασισμός δεν είναι πολύπλοκος. Παίρνει τον κόσμο όπως είναι και τον κάνει ακόμα περισσότερο έτσι. Είναι η παρόξυνση όλων των υπαρκτών ιεραρχιών και αθλιοτήτων η οποία δεν αισθάνεται πια την ανάγκη να κρυφτεί· έλληνες-ξένοι, άνδρες-γυναίκες, νέοι-γέροι, στρέιτ-όλοι-οι-άλλοι, αρτιμελείς-ανάπηροι, εργαζόμενοι-άνεργοι κλπ. Εκείνοι και εκείνες που ήταν πάντοτε διατεθειμένοι να «πατήσουν επί πτωμάτων» και που πράγματι πατούσαν, τώρα το λένε και φωναχτά προβάροντας τις καινούριες τους μπότες. Το καινούριο στοιχείο είναι ότι έχει ήδη φτάσει η στιγμή της άμεσα αντιληπτής διεύρυνσης του πολέμου πέρα απ’ τη γνωστή γραμμή «έλληνες-μετανάστες». Οι ξένοι σήμερα και στο μέλλον δεν θα είναι αποκλειστικά οι χτεσινοί γνώριμοι, οι μετανάστες και οι μετανάστριες. Η ίδια η λεγόμενη εθνική κοινότητα -στην οποία μαζί με όλους του άλλους, εννοείται, περιλαμβάνονται και οι έλληνες εργάτες, άνεργοι κλπ- στρέφεται προς το εσωτερικό της και γίνεται για αρκετούς-ές αυτό που ήταν για όσους βρίσκονταν στο εξωτερικό της[6]· μια τεχνολογία επιβολής του διαχωρισμού ανάμεσα σε εκείνους που «δικαιούνται» να απολαμβάνουν την προστασία της και στους Άλλους που πρέπει να καταπολεμηθούν ή/και να εξοντωθούν. Τους προδότες, τους τρομοκράτες, τους κουκουλοφόρους, τους άνομους, τους τοξικοεξαρτημένους, τις άνεργες, τους πούστηδες, τις λεσβίες, τις οροθετικές, τις πόρνες.

Από προλεταριακή σκοπιά η παρούσα κρίση αξιοποιησιμότητας της αξίας είναι πρώτα απ’ όλα παραγωγή ανθρώπινου πλεονάσματος. Εκεί όπου η ανθρώπινη ύπαρξη περιστέλλεται σε εργασιακή δύναμη και η αξιοποίηση αυτής της δύναμης είναι ο μόνος τρόπος να ζήσει κανείς (μισθός, αμοιβή), η αδυναμία επικερδούς αξιοποίησής της (ανεργία) είναι άμεσα καταστροφή της ανθρώπινης ζωής. Αυτή η είναι η τωρινή συνθήκη για ένα αρκετά μεγάλο μέρος του προλεταριάτου, η οποία διευρύνεται. Το καπιταλιστικό κράτος, το οποίο αποτελεί τον βασικό οργανωτή του πολέμου για την επιβολή των συνθηκών που θα επιτρέψουν (λέμε τώρα) την ομαλή επανέναρξη των διαδικασιών της συσσώρευσης, γνωρίζει και αναγνωρίζει ρητά πως πρόκειται, πράγματι, για πόλεμο. Όσοι και όσες δεν θέλουν ή/και δεν μπορούν να προσαρμοστούν στην επιβεβλημένη εξαθλίωση θα αντιμετωπιστούν, ήδη αντιμετωπίζονται, όπως ταιριάζει στον πόλεμο. Με βία και με τρόμο. Η επίθεση στις καταλήψεις και τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα, είναι, απ’ αυτή την άποψη, μια κρίσιμη πτυχή του πολέμου για την επιβολή του νόμου της αξίας. Μέσα στις κραυγές για την «ανομία», τη «βία» και τους «κουκουλοφόρους», μπορεί κανείς να διακρίνει το άρρητο αλλά επαναλαμβανόμενο μοτίβο: όποιος-α δεν υπάγεται στο νόμο της αξίας, δεν θα υπάρχει. Ο φασισμός στοχεύει στο τσάκισμα της προλεταριακής δράσης.

Για την κατανόηση της τρέχουσας επίθεσης στο προλεταριάτο και την άνοδο του φασισμού δεν είναι ανάγκη να καταφύγει κανείς σε, λιγότερο ή περισσότερο, «σκοτεινά κέντρα» και στη μυστική δράση μηχανισμών του (παρα)κράτους. Φυσικά, το κράτος δεν είναι μια διάφανη πραγματικότητα και ο εντοπισμός της δράσης συγκεκριμένων ανθρώπων και μηχανισμών μια διόλου αμελητέα υπόθεση. Μόνο που αυτή η δράση, όσο κρίσιμη και αν είναι κάποιες φορές, δεν εξηγεί από μόνη της ούτε την ένταση ούτε την επιτυχία της. Δεν είναι καθόλου ανάγκη όλοι οι επιτιθέμενοι να συνδέονται μεταξύ τους στα πλαίσια ενός προϋπάρχοντος σχεδίου. Δεν είναι καν ανάγκη να συμπαθιούνται. Για να συγκλίνουν είναι αρκετό να αναγνωρίζουν τους ίδιους εχθρούς, δηλαδή να παίρνουν θέση στην ίδια πλευρά του ταξικού/κοινωνικού ανταγωνισμού. Αυτό συνιστά το πραγματικό πεδίο συνοχής τους. Αυτοί που εν μέσω κρίσης κινούνται για να επιβάλλουν την τάξη, διαλύοντας ταυτόχρονα την προηγούμενη εκδοχή της και εντείνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την αταξία, στηρίζονται σε και στηρίζουν όχι μόνο όσους επιδιώκουν άμεσα το ίδιο αλλά και όλους εκείνους-ες που κουράστηκαν από όλα τα άλλα. Από της διαδηλώσεις, τις απεργίες, τις ταραχές, στις οποίες μάλιστα μπορεί να είχαν παλιότερα υπολογίσει ή και συμμετάσχει. Μαγαζάτορες που φρίττουν μπροστά στις σπασμένες βιτρίνες, εργαζόμενοι που αν και απέτυχαν αγωνιζόμενοι να υπερασπίσουν το «ειδικό» τους μισθολόγιο δεν ανέχονται να βρίσκονται στην ίδια μοίρα με διάφορους «περιθωριακούς», συνταξιούχοι βέβαιοι για το ότι οι «ξένοι» παίρνουν τις δουλειές απ’ τα παιδιά και τα εγγόνια τους, άνδρες και γυναίκες που μισούν τις πόρνες οι οποίες «φέρνουν το έιτζ» στην αγία οικογένειά τους, φοιτητές που πιστεύουν ότι για την κονιορτοποίηση των στραφταλιζέ ονειροπολήσεών τους φταίει η «ανομία» στα πανεπιστήμια και οι μετανάστες στα φανάρια, άνεργοι χαμένοι στη nova και τα προποτζίδικα, όλοι εκείνοι-ες που πιστεύουν ότι είναι καλύτερα «να κάτσουμε ήσυχοι και να περιμένουμε», συγκροτούν το κοινωνικό έδαφος στήριξης της επίθεσης σε όσους-ες αμφισβητούν την επελαύνουσα βαρβαρότητα. Και δεν είναι λίγοι.

Το να μετατραπεί όμως ένα μεγάλο κομμάτι του προλεταριάτου πραγματικά σε «ανθρώπινο πλεόνασμα», σε ανθρώπινα σκουπίδια, και να παραμείνει έτσι είναι μια υπόθεση δύσκολη. Οι εξεγέρσεις στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών δείχνουν, τουλάχιστον σε όσους και όσες έχουν την ικανότητα και το θάρρος να δουν και να ακούσουν, ότι παρά την κτηνωδία δεν είναι εύκολο να τιθασευτούν ούτε καν εκείνοι που βρίσκονται εντελώς απομονωμένοι και στην πιο δύσκολη θέση. Πρέπει να ειπωθεί ξανά: αν ο ταξικός/κοινωνικός ανταγωνισμός αφορά κοινωνικές σχέσεις και η κρίση που βιώνουμε είναι κρίση κοινωνικών σχέσεων, τότε αυτή δεν αφορά μόνο το προλεταριάτο αλλά και την καπιταλιστική τάξη, όχι μόνο τον πάτο του βαρελιού αλλά και την κορυφή του. Αυτό δεν σημαίνει πώς τα προβλήματα είναι ίδια ή της ίδιας τάξης και στις δύο περιπτώσεις ούτε, βέβαια, ότι οι δυνατότητες νίκης είναι ίδιες και για τις δυο πλευρές. Κατά κανέναν τρόπο. Ήδη το να μιλάει κανείς για φασισμό σημαίνει να μιλάει για την ήττα του προλεταριάτου και η ενίσχυση του φασισμού είναι η εμβάθυνση  αυτής της  ήττας. Εκείνο που, ωστόσο, έχει σημασία από μια προλεταριακή σκοπιά, είναι αυτή ακριβώς η δυσκολία του καπιταλιστικού κράτους να επιβληθεί απρόσκοπτα σε όλους εκείνους-ες των οποίων καταστρέφει τις δυνατότητες «ομαλής» ενσωμάτωσης στην τάξη του. Ο φασισμός, ναζιστικός ή όχι, είναι μια απ’ τις δυνατές απαντήσεις σ’ αυτή την καταστροφή, εκείνη που συνεχίζει την καταστροφή εξοντώνοντας τους αδύναμους προς όφελος των ισχυρών.

Ο φασισμός του δρόμου (ναζί, επιτροπές κατοίκων, οργανώσεις εφέδρων) αποτελεί μια προσπάθεια επίλυσης της κρίσης του επίσημου κράτους, τρόπον τινά, «απ’ έξω»[7]. Αυτός δείχνει στο κράτος την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει και την απόσταση που πρέπει να διανύσει προκειμένου να ανασυγκροτηθεί για να επιτύχει την πλήρη επιβολή του, ενώ το κράτος, βαδίζοντας ήδη σ’ αυτόν το δρόμο, ανασυγκροτεί διαρκώς τις συνθήκες ενίσχυσης του φασισμού του δρόμου. Μολονότι οι κυβερνητικές πολιτικές δεν υπολείπονται καθόλου σε βία και ρατσισμό, δεν είναι «ο Βενιζέλος, και ο Σαμαράς» η αιτία ανόδου της ΧΑ. Είναι οι αναγκαίες για το καπιταλιστικό κράτος μορφές διακυβέρνησης σε συνθήκες κρίσης που επιτάσσουν τη συντριβή των εχθρών του, οι οποίοι είναι οι εχθροί της ΧΑ, κάτι που προφανώς την ενισχύει. Η ναζιστική βία κινείται προς την ίδια κατεύθυνση με τη βία του καπιταλιστικού κράτους όντας άμεσα συμπληρωματική προς αυτήν ή, ακριβέστερα, αποτελώντας την ανεπίσημη εκδοχή της. Το γεγονός ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό μπάτσων είναι ή στηρίζει τους ναζί δεν αποδεικνύει κάποιο ιδιαίτερο «πρόβλημα» του κρατικού μηχανισμού, αλλά την απλή αλήθεια ότι για να φέρει ολοκληρωτικά εις πέρας το καθήκον του ένας μπάτσος σήμερα πρέπει να γίνει ναζί και πως η καλύτερη και πιο χρήσιμη κοινωνικά εξέλιξη ενός ναζί είναι να γίνει μπάτσος (ή σεκιουριτάς ή μπράβος). Μπάτσοι και ναζί αποτελούν πλευρές της ίδιας κοινωνικής δυναμικής. Το ίδιο μαγαζί.

Αν ο φασισμός είναι, εκτός από μια διάσταση της συντελούμενης καταστροφής, και μια εμπόλεμη θέση στο εσωτερικό της, ο προλεταριακός ανταγωνισμός, ο κομμουνισμός, είναι μια άλλη. Ο πρώτος είναι σαφώς ισχυρότερος αλλά είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι δεν παίζει μόνος του. Τα πάντα θα κριθούν από την ικανότητα των εχθρών του φασισμού, των εχθρών της βαρβαρότητας, να συναντηθούν και να οικοδομήσουν κοινότητες αγώνα που να ακυρώνουν στην πράξη τις ιεραρχίες και την καταπίεση οι οποίες αποτρέπουν αυτήν ακριβώς τη συνάντηση. Η επίθεση του κράτους και όλου του φασιστικού συρφετού στις καταλήψεις και τους αυτοδιαχειριζόμενους χώρους του κέντρου της Αθήνας (Villa Amalias, ΑΣΟΕΕ, κατάληψη Σκαραμαγκά, κατάληψη Λέλας Καραγιάννη), είναι επίθεση σ’ αυτήν ακριβώς τη συνάντηση, στη μοριακή συγκρότηση κοινοτήτων στις οποίες εκτός απ’ αυτούς με τις μπλε αστυνομικές ταυτότητες συμμετέχουν και μετανάστες. Στη γειτονιά, στο σχολείο, στη δουλειά, στο λεωφορείο, εκείνες και εκείνοι που βρίσκονται (βρισκόμαστε) με την πλάτη στον τοίχο, είναι ανάγκη να επανεπινοήσουν τον εαυτό τους όσο χρειάζεται και όσες φορές χρειαστεί για να καταφέρουν συναντηθούν, να σταθούν (σταθούμε) στα πόδια τους και να επανεπινοήσουν έναν κοινό βίο ενάντια στο φασισμό. Ούτε και αυτοί είναι τόσο λίγοι-ες.

Taco, 15-01-2013

 

 


[1] Φρίντριχ Ένγκελς, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1975[1884], σελ. 181.

[2] Το ακατανόητο δίλημμα «με την κοινωνία ή εναντίον της;», που εδώ και κάποιον καιρό έχει αναδυθεί σε συζητήσεις του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού χώρου οι οποίες αφορούν και το ζήτημα του φασισμού, φανερώνει μιαν αστόχαστη χρήση της έννοιας κοινωνία. Η αξίωση καθολικότητας και η συλλήβδην αντιμετώπιση που προδίδει η διατύπωση συγκαλύπτουν τον ανταγωνισμό και τις συγκρούσεις που διατρέχουν το αντικείμενο της έννοιας, μετατοπίζοντάς τες, κατά κάποιον τρόπο, «έξω» απ’ αυτήν. Ποιος όμως θα ήταν αυτός που θα μπορούσε να συνταχτεί ή να αντιταχτεί στην κοινωνία και από ποιο χώρο ή χρόνο; Είναι ανάγκη να μη λησμονείται πως η γενικευτική έννοια κοινωνία αναφέρεται σχεδόν πάντα σε ένα τμήμα του κοινωνικού πεδίου, συνήθως στο κυρίαρχο, το οποίο ακριβώς ως κυρίαρχο αξιώνει να υπερβεί τη μερικότητά του και να αποτελέσει το όλον. Το πρόβλημα παραμένει ακόμα και όταν η έννοια αναφέρεται στο υποτελές τμήμα της, τους «από κάτω», στο πλαίσιο μιας «αντιηγεμονικής» στρατηγικής του στυλ «εμείς είμαστε η κοινωνία». Οι κοινωνικές σχέσεις που συνδέουν τα αντιμαχόμενα μέρη συσκοτίζονται. Η καπιταλιστική τάξη είναι μια κοινωνική τάξη όσο και η εργατική και ο φασισμός μια κοινωνική πραγματικότητα όσο και ο αντιφασισμός. Τα εισαγωγικά που πλαισιώνουν συχνά τη λέξη «κοινωνία» σ’ αυτό το κείμενο στοχεύουν ακριβώς να επιστήσουν την προσοχή στα προβλήματα που συνεπάγεται η τρέχουσα χρήση της. Η τοποθέτηση από τη σκοπιά της κριτικής του υπάρχοντος κόσμου συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την επίμονη διάκριση μεταξύ του κυρίαρχου και εκείνου πάνω στο οποίο ασκείται η κυριαρχία, καθώς επίσης και τη συνείδηση του ότι η κυριαρχία, όπως η εξουσία και η εκμετάλλευση, είναι κοινωνικές σχέσεις συγκεκριμένης μορφής. Η κοινωνία δεν θα μπορούσε συνολικά να τοποθετηθεί απέναντι όπως συμβαίνει με ένα φυσικό αντικείμενο, αφού αυτή-ός που θα προσπαθούσε κάτι τέτοιο θα ήταν ήδη κοινωνικά διαμορφωμένη-ος ως υποκείμενο. Εκτός κι αν πρόκειται για το κράτος ή τον ίδιο το Θεό, οπότε κι εγώ πάω πάσο.

 

[3] Είναι ανάγκη να το υπενθυμίσουμε για να αποφεύγονται παρεξηγήσεις: εδώ γίνεται λόγος για τον εγχώριο φασισμό ως κοινωνική κίνηση και δυναμική που διατρέχει και το κράτος και την «κοινωνία», και όχι για «φασιστικό κράτος» ή «φασιστικό καθεστώς».

[4] Αν και το παρόν κείμενο δεν καταπιάνεται μ’ αυτή τη διάσταση, είναι ανάγκη να μην λησμονείται πως η «ελληνική ανωτερότητα» σε σχέση με τους «ξένους» δεν αφορά μόνο το εσωτερικό της επικράτειας αλλά και το εξωτερικό της. Η επιθετική στάση απέναντι στα γειτονικά εθνικά κράτη είναι μια διάσταση του ελληνικού εθνικισμού με πλούσιο παρελθόν και πολλά υποσχόμενο μέλλον, όπως δείχνει και η διαρκής ενασχόληση του κυρίαρχου λόγου με τα, υποτιθέμενα, κοιτάσματα υδρογονανθράκων και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.

[5] Βλ. Primo Levi, Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν (μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη), Αθήνα, Άγρα, 2000[1991], σελ. 42.

[6] Αυτή η εξέλιξη, ωστόσο, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ως κάποια γενική εξίσωση μεταξύ ελλήνων και μη-ελλήνων. Η εθνική ιεράρχηση είναι θεμελιώδης και στο βυθό της κοινωνικής ιεραρχίας.

[7] Την ενδιαφέρουσα ιδέα της «εκ των έξω» αναγέννησης του κράτους, υποστηρίζει ο Jean Barrot (Ζυλ Ντωβέ) σε ένα κείμενο όπου ορισμένες σημαντικές παρατηρήσεις συνυπάρχουν με τα βασικά προβλήματα της «μπορντιγκιστικής» παράδοσης, για τη συζήτηση των οποίων δεν είναι εδώ ο κατάλληλος τόπος. Βλ. Ζαν Μπαρώ, Φασισμός, αντιφασισμός: οι δύο όψεις του ίδιου  νομίσματος (μτφρ. Νίκος Β. Αλεξίου), Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος, 2002, σελ. 19.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *