«Φοβάμαι για τη ζωή μου»

 

Αναδημοσίευση απο την “Εφημερίδα των συντακτών”.

Δυόμισι μήνες μετά τη ρατσιστική επίθεση που δέχτηκε από χρυσαυγίτες, αποφάσισε να το δημοσιοποιήσει χρησιμοποιώντας το μοναδικό του όπλο

 

Πριν από λίγες μέρες του ’χαν στήσει ξανά καρτέρι τέσσερις μοτοσικλετιστές χρυσαυγίτες, στο σχόλασμα από τη δουλειά του

 

 

Της Αφροδίτης Τζιαντζή

 

 

getFile518

 

Ο 40χρονος Μαμαντού Μπα από τη Γουινέα της Δυτικής Αφρικής ζει στα Πατήσια εδώ και εφτά χρόνια. Εχει νόμιμα χαρτιά πολιτικού πρόσφυγα και σταθερή δουλειά ως λαντζέρης σε εστιατόριο του κέντρου τα τελευταία πεντέμισι χρόνια. Οι δεκάωρες και δωδεκάωρες βάρδιες που δουλεύει κάθε νύχτα μάλλον δεν του αφήνουν πολύ χρόνο να παρακολουθεί στα μίντια τα κατορθώματα των νεοναζί -είτε ως εθελοντές δασοπυροσβέστες είτε ως λουόμενους με τατουάζ σβάστικα ή περικεφαλαίες. Ξέρει όμως να τους αναγνωρίζει όταν τους βλέπει στον δρόμο. «Από το στιλ τους», μας λέει. Και από το σημάδι που έχει αφήσει στο μέτωπό του ο σιδηρολοστός, που του κατέβασαν κατακούτελα τα ξημερώματα 22 προς 23 Μαΐου.

 

 

Χτύπημα με σιδηρολοστό

 

 

Οπως κάθε βράδυ, περίμενε το λεωφορείο γυρνώντας από τη δουλειά, στη στάση Παλαιά Αγορά στην Πειραιώς, 3.00 μετά τα μεσάνυχτα. «Είδα τέσσερις μοτοσικλέτες, δύο άτομα στην κάθε μία, ξυρισμένοι, με στρατιωτικά ρούχα και φουσκωτοί. Η πρώτη πέρασε, η δεύτερη με είδε και σταμάτησε τις υπόλοιπες. Κατάλαβα πως ήταν χρυσαυγίτες κι άρχισα να τρέχω. Ομως η μπροστινή μοτοσικλέτα με περίμενε και ο ένας με χτύπησε με σιδηρολοστό στο κεφάλι. Ετρεχα ημιλιπόθυμος, με τα αίματα ανάμεσα στα αυτοκίνητα. Κανείς δεν με βοήθησε. Οι μοτοσικλετιστές ήθελαν να με κυνηγήσουν, όμως άκουσα τον πρώτο να λέει “Ασ’ τον, θα πάει να πεθάνει”».

 

 

Ο Μαμαντού δεν πήγε στο νοσοκομείο. Ούτε στην αστυνομία. «Δεν τους έχω εμπιστοσύνη». Δυόμισι μήνες μετά, υποφέρει ακόμα από πονοκεφάλους. Και από έναν μόνιμο φόβο. Αποφάσισε να δημοσιοποιήσει τώρα τη ρατσιστική επίθεση, επειδή πριν από λίγες μέρες του ’χαν στήσει ξανά καρτέρι τέσσερις μοτοσικλετιστές χρυσαυγίτες, στο σχόλασμα από τη δουλειά του. Κινήθηκαν απειλητικά εναντίον του, αλλά κατάφερε να τους ξεφύγει. «Το παιδί που δουλεύει στην καντίνα στην Ιερά Οδό με ξέρει. Μου φώναξε “φύγε” κι έτρεξα. Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο ή με έχουν στοχοποιήσει. Ποτέ δεν περίμενα να κινδυνεύω εκεί που δουλεύω. Φοβάμαι για τη ζωή μου», μας λέει. Τον παραπέμπουμε στο Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, που την περασμένη χρονιά κατέγραψε πάνω από 100 αντίστοιχα περιστατικά μόνο στην Αττική: «Πρόκειται για κλασικό θύμα περιπολίας της Χρυσής Αυγής», μας λέει η συντονίστρια του Δικτύου εκ μέρους της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ελένη Τάκου. «Υπάρχει ένα μοτίβο που το αναγνωρίζουν και οι ίδιοι οι αλλοδαποί: μηχανές, κράνη, στρατιωτικά ρούχα, οδηγούν κοντά στο πεζοδρόμιο με χαμηλή ταχύτητα για να κοιτάνε. Οι μετανάστες καταλαβαίνουν την επικινδυνότητα, αλλά δεν μπορούν να κάνουν κάτι. Το ενδιαφέρον με το συγκεκριμένο περιστατικό είναι ότι πρόκειται για έναν ενταγμένο μετανάστη, με αναγνωρισμένο καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα και σταθερή εργασία. Αυτό καταρρίπτει πλήρως τον ακροδεξιό λόγο, που μιλάει είτε για ενδοφυλετικές συγκρούσεις, είτε για άμυνα απέναντι σε αλλοδαπούς που δήθεν κλέβουν. Ο άνθρωπος αυτός απλώς επέστρεφε σπίτι από τη δουλειά του και του επιτέθηκαν τυφλά, με ρατσιστικό κίνητρο».

 

 

Κι όμως, αυτό το κίνητρο ο Μαμαντού Μπα δύσκολα θα το αποδείξει, ακόμα και αν κάνει μήνυση κατά αγνώστων, καθώς οι πιθανότητες να βρεθούν και να τιμωρηθούν οι δράστες είναι μηδαμινές, ενώ δεν υπάρχει καμία νομική προστασία για τα θύματα ρατσιστικών επιθέσεων. Η δημοσιοποίηση της καταγγελίας του είναι το μοναδικό του όπλο, ένας τρόπος να μοιραστεί τον φόβο του. Η συνειδητοποίηση και η αλληλεγγύη όλων μας είναι ο μόνος τρόπος ο φόβος αυτός να νικηθεί και να αλλάξει στρατόπεδο.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *