«Μεταμοντέρνος» ο ρατσισμός και ο φασισμός των ημερών μας

 

Είναι αλήθεια ότι σε όλη την Ευρώπη παρατηρείται άνοδος των ρατσιστικών κομμάτων και ιδεολογιών. Το νέο-ναζιστικό κόμμα Jobbik στην Ουγγαρία μετακινήθηκε από το 2% στις εκλογές του 2006 στο 17% το 2012. Το Κόμμα Ελευθερίας του Geerd de Wilder στην Ολλανδία από το 6% το 2006 πήγε στο 16% το 2010 και το Γαλλικό Εθνικό Μέτωπο από το 11% το 2007 στο 18% το 2012.  Και φυσικά η Χρυσή Αυγή. Την ίδια περίοδο η ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται πάνω από το 10%, με την ανεργία των νέων στο 22%. Η Ελλάδα βρίσκεται πρώτη στη λίστα, με 55%. Η κρίση και η λιτότητα εξοντώνουν μια ολόκληρη γενιά, διαπράττοντας μια γενοκτονία ή γενιακτονία, για την οποία η συνομοταξία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δε φαίνεται να νοιάζεται πολύ.

Η καταστροφή του κοινωνικών υποδομών μέσω της λιτότητας είναι μια συνήθης αιτία της ανόδου του φασισμού και του ρατσισμού.  Ωστόσο, ιστορικές και πολιτικές διαφορές οδηγούν σε διαφορετικές μορφές του. Η υψηλή ανεργία στην Ισπανία δεν έχει οδηγήσει σε άνοδο του φασισμού, ενώ η σταθερή εργασία στην Γαλλία από την άλλη πλευρά συμπίπτει με την άνοδο του Εθνικού Μετώπου. Στην Ολλανδία, τη Γαλλία και τη Βρετανία, η ακροδεξιά στοχοποιεί τους Μουσουλμάνους και την ισλαμική θρησκεία. Στην Ουγγαρία, όπου υπάρχει μικρή μετανάστευση, στοχοποιεί τους Εβραίους, τους Ρομά και τους ομοφυλόφιλους, ενώ στην Ελλάδα τους μετανάστες και τους ομοφυλόφιλους. Τα κοινά χαρακτηριστικά όλων παραμένουν η επιλογή ενός αδύναμου και ευάλωτου «Άλλου», ο οποίος τότε παρουσιάζεται ως η αιτία όλων των κακών. Αλλά, σε αντίθεση με παλαιότερες περιόδους, όταν ο αντισημιτισμός, ένωνε την ακροδεξιά σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο ρατσισμός και ο φασισμός των ημερών μας είναι «μεταμοντέρνος»: έχει μια πληθώρα στόχων, που μεταβάλλονται από τόπο σε τόπο ακόμη και εντός της ίδια χώρας.

Στη Βρετανία, για παράδειγμα, το μοτίβο του αποδιοπομπαίου τράγου μετακινήθηκε από τους Ασιάτες το ‘60 και το ‘70, στους λεγόμενους «ψευδο-πρόσφυγες» του’ 90 και στους «παράνομους» μετανάστες («λαθρομετανάστες») και πρόσφατα στους μουσουλμάνους. Ο σύγχρονος ρατσισμός είναι δικτυωμένος, οριζόντιος και ευκίνητος. Δίνει έμφαση στην κοινή συμπεριφορά, παρά στην κοινή άποψη ή λογική. Ο Νορβηγός δολοφόνος Μπρέιβικ μπορεί να αποτελεί μια ακραία περίπτωση, αλλά στους ασυνάρτητους συνειρμούς του και στις ανατριχιαστικές δολοφονίες του, συμβολίζει αυτό το πεδίο.

Η ποικιλία ανά τις χώρες συνδέεται επίσης με τις πολιτικές στρατηγικές των αστικών κομμάτων. Ένα κατάλοιπο ιστορικού ρατσισμού ενυπάρχει σε όλες της ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, συνήθως ενσωματώνεται από τα αστικά δεξιά κόμματα. Αυτό τελευταία έχει μεταβληθεί, και ρατσιστικές δηλώσεις και ενέργειες πολιτικών έχουν συντελέσει στην άνοδο της ακροδεξιάς. Ο Βίκτορ Ορμπάν, ο ακροδεξιός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας έχει επιτεθεί στους Ρομά και στους ομοφυλόφιλους, και έχει δημιουργήσει το κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε το Jobbik. Οι πολιτικές του Σαρκοζί εναντίον των Ρομά και του Ισλάμ έχουν δώσει μεγάλη ώθηση στο Εθνικό Μέτωπο. Με παρόμοιο τρόπο, η Νέα Δημοκρατία επιτίθεται στους μετανάστες και στις οροθετικές και δημιουργεί μια πολιτική ατζέντα για την Χρυσή Αυγή. Αυτά είναι τα άμεσα αποτελέσματα της μετακίνησης της πολιτικής σε μια τεχνοκρατική διακυβέρνηση και των πολιτικών ελίτ σε έναν ακραίο κυνισμό και μηδενισμό. Η ηθική παρακμή του συστήματος εξουσίας είναι ένα από τα χειρότερα χαρακτηριστικά της «μεταδημοκρατικής κατάστασης». Κι αυτό ακριβώς το ηθικό κενό των ελίτ που αποκαλύπτεται κάθε μέρα προσπαθεί να καλύψει ο φασισμός με τον εθνικισμό, την ξενοφοβία και τον ρατσισμό, δηλαδή τις πιο επιθετικές μορφές ανηθικότητας.

Αν στραφούμε τώρα στην επιχειρηματολογία που επιστρατεύει ο ρατσισμός και ο φασισμός για να προσηλυτίσουν τους οπαδούς τους, μπορούμε να ανιχνεύσουμε δύο ψυχολογικές στρατηγικές σε λειτουργία. Η πρώτη είναι η πίστη ότι «Άλλος» υφαρπάζει την απόλαυσή μας. Κάτι φτωχοί και διωκόμενοι, αυτοί οι «Άλλοι» έχουν καλύτερη μουσική και φαγητό, ισχυρές κοινότητες και καλό σεξ, αξιαγάπητα παιδιά και διασκέδαση, αυτού του είδους τα πράγματα που «εμείς» έχουμε χάσει.  Μνησικακία, φθόνος και μίσος είναι τα αποτελέσματα. Η εχθρικότατα απέναντι σε αυτούς τους «κατώτερους» άλλους είναι μια στρατηγική άμυνας και μια συμπτωματική αντιστροφή του αισθήματος ότι «εμείς», οι γηγενείς και οι καθαροί, είμαστε στην πραγματικότητα κατώτεροι.

Η δεύτερη στρατηγική είναι σχεδόν η αντίθετη, μια ακραία προσπάθεια «εκλογίκευσης» της κρίσης. Βασισμένη στην πίστη ότι τίποτα δεν υπάρχει χωρίς κάποιο λόγο, προσπαθεί να ανακαλύψει μια κοινή αιτία για όλα τα κακά που μας συμβαίνουν. Η πληθώρα προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε ως άτομα ή συλλογικότητες, οι οικονομικές δυσκολίες, η πολιτική ανικανότητα, η κοινωνική παρακμή, οι οικογενειακές δυσλειτουργίες και η ηθική κατάρρευση ερμηνεύονται ως εάν να έχουν όλα μια κοινή αιτία. Φυσικά τα αίτια της κρίσης είναι πολλά, ποικίλα και συχνά μη συσχετιζόμενα. Αλλά η στρατηγική της «εκλογίκευσης» υποστηρίζει ότι ο «Άλλος», ο «διαφορετικός» , ο «ξένος» βρίσκεται πίσω από τα προβλήματα, τα συνδέει όλα και προσφέρει μια εξήγηση για το σύνολο των δεινών μας. Μια σατανική παρουσία είναι υπεύθυνη για όλα όσα πάνε στραβά. Εδώ ο «Άλλος» λειτουργεί ως συνδετικό στοιχείο το οποίο συνέχει και συνθέτει όλα τα υπόλοιπα κομμάτια του πάζλ, δημιουργώντας το πανόραμα της καταστροφής.

Αλλά υπάρχει ένας επιπλέον παράγοντας ιδιαιτέρως σημαντικός στη στρατολόγηση των νέων. Νεαροί άνδρες νιώθουν αυξανόμενα αποξενωμένοι και απειλούμενοι από την αβεβαιότητα, την έλλειψη ευκαιριών , μια ζωή στα όρια. Η οικογένεια μεγαλώνει τα αγόρια, τους «πρίγκιπες» και «κανακάρηδες», λέγοντάς τους ότι το μέλλον και ο κόσμος είναι δικός τους. Αλλά τώρα πια οι νέες γυναίκες τα καταφέρνουν καλύτερα στις σπουδές και οι παραδοσιακοί ρόλοι του «φύλου» στην εργασία και στην οικογένεια έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Μια αίσθηση ανεπάρκειας ακόμη και ένας μίσος προς τον ίδιο του τον εαυτό βρίσκει εκτόνωση σε βίαιες ταινίες και φαντασιώσεις, σε  φονικά ηλεκτρονικά και διαδικτυακά παιχνίδια. Αυτή ακριβώς την εύθραυστη ταυτότητα εκμεταλλεύονται οι ακροδεξιές οργανώσεις. Πολλοί νέοι άνδρες που μπορεί να οργανώνονται στη Χρυσή Αυγή δεν είναι κατ’ ανάγκη φασίστες ή ακραίοι εθνικιστές, δεν ξέρουν τίποτε για τον Ναζισμό, τον Χίτλερ, την κατοχή και την αντίσταση. Πράγματι δεν είναι ιδιαιτέρως ιδεολογική  η θέση τους στην αρχή. Μπορεί να γίνονται εκ των υστέρων υπό την καθοδήγηση γηραιότερων και ιδεολογικά στρατευμένων στελεχών. Η Χρυσή Αυγή προσφέρει στους νέους άνδρες μια κοινότητα (ρητορικά και ενεργητικά) βίαιων ανδρών με αναγνωρίσιμους στόχους. Αυτό βοηθάει στην απόκρυψη του ενδημικού αυτό-μίσους πίσω από τη «συντροφική αγωνιστικότητα» και τις επιθέσεις εναντίον ανθρώπων οι οποίοι, τους λένε, έχουν ακόμη χαμηλότερο κοινωνικό status.

Η προβολή του Κασσιδιάρη και των άλλων «παλικαριών» είναι ακριβώς το αποτέλεσμα μια τέτοιας κουλτούρας ατομικής απογοήτευσης και πολιτισμικής βίας. Η υφέρπουσα κοινωνική βία που εμφανιζόταν στο παρελθόν με την εγκληματικότητα, τον χουλιγκανισμό και τις φαντασιώσεις βρίσκει τώρα ένα νόμιμο, προβεβλημένο, κοινοβουλευτικό ένδυμα. Έτσι ενώνονται γύρω από τον φασισμό οι «παραδοσιακοί» φασίστες που μέχρι πρόσφατα αναγκάζονταν να εκφράζονται από τα δεξιά «αστικά» κόμματα και οι λατρευτές της βίας που μπορεί να μην έχουν καμιά ιδεολογία. Είναι εκρηκτικό μείγμα που προσελκύει, προσωρινά ελπίζω, κάποιους απελπισμένους και καταστραμμένους της κρίσης. Όπως ξέρουμε βέβαια και από την ιστορία και από την Ελλάδα, οι φασίστες είναι τα τάγματα εφόδου του καπιταλισμού, η ακραία μορφή υπεράσπισης του όταν αισθάνεται απειλούμενος. Δεν είναι λοιπόν η Χρυσή Αυγή αντισυστημική, αλλά η τελευταία γραμμή άμυνας του συστήματος. Αυτό φυσικά σημαίνει ότι νεαροί οπαδοί δεν πρέπει να ξεγράφονται ως σκληροπυρηνικοί φασίστες. Μπορεί να είναι ευάλωτοι άνθρωποι που έχουν ανάγκη βοήθεια για να καταλάβουν την ιστορία και την θέση τους.

πηγή  http://1againstracism.gr

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *