“Σώπα, μη μιλάς , είναι ντροπή, κόψ’ τη φωνή σου, σώπασε,
Κι επιτέλους αν ο λόγος είναι αργυρός, η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια, οι πρώτες λέξεις που άκουσα από παιδί,
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα, μου λέγαν “Σώπα”!
Στο σχολείο μου ‘κρύψαν την αλήθεια τη μισή,
και μου λέγαν : Εσένα τι σε νοιάζει ; Σώπα!
Με φιλούσε το πρώτο αγόρι που ερωτεύτηκα και μου λέγε:
“Κοίτα μην πεις τίποτα και “Σώπα!”
Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάστηξε μέχρι τα είκοσι μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου , η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
“Τι σε νοιάζει;”, μου λέγαν,
“θα βρεις το μπελά σου, Τσιμουδιά, Σώπα”.
Αργότερα φώναζαν οι προϊστάμενοι
“Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις και Σώπα”.
Παντρεύτηκα κι έκανα παιδιά και τα ‘μαθα να σωπαίνουν.
ο άντρας μου ήταν τίμιος κι εργατικός και ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή , που του ‘λέγε “Σώπα”.
Σε χρόνια δίσεκτα οι γείτονες με συμβούλευαν :
“Μην ανακατεύεσαι, πες πως δεν είδες τίποτα και Σώπα”.
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή, μας ένωνε, όμως, το “Σώπα”.
“Σώπα” ο ένας, “Σώπα” ο άλλος, “Σώπα” οι επάνω, “Σώπα” οι κάτω,
“Σώπα” όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας. Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του “Σώπα” και μαζευτήκαμε πολλοί,
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά και φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε και παράσημα,
Κι όλα πολύ εύκολα , μόνο με το “Σώπα”. Μεγάλη τέχνη αυτή το “Σώπα”.
Μάθε το στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου και στην πεθερά σου
κι αν νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου και κάν’ την να σωπάσει.
Κόψ’ την σύρριζα. Πέταχτη στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς,
χωρίς να μιλάς, να λες “έχετε δίκιο, είμαι μ’ εσάς”.
Αχ! Πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς.
και δεν θα μιλάς , θα γίνεις φαφλατάς , θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς .
Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις , καλύτερα να το τολμήσεις.
Κόψε τη γλώσσα σου. Για να είσαι τουλάχιστον σωστός.
Στα σχέδια και στα όνειρά μου, ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου, γιατί νομίζω πως θα’ ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δε θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο ,
με έναν ψίθυρο , με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!….”
“Σώπα μη μιλάς” του Τούρκου συγγραφέα και πολιτικού ακτιβιστή, Αζίζ Νεσίν (20 Δεκεμβρίου 1915 — 6 Ιουλίου 1995) σε απαγγελία της Μαριέτας Ριάλδη.