Της Ντίνας Δασκαλοπούλου από την ΑΥΓΗ «Οι γυναίκες προχωρούν στο μέτρο που φοβούνται. Στο σημείο διάρθρωσης μεταξύ της Παράβασης και της Αμφισβήτησής της εμφανίζεται ο φόβος, αλλά και η πρόκληση της υπέρβασής του», Χρυσή Ιγγλέζη «Πρόσωπα γυναικών, προσωπεία της συνείδησης». Μητέρες στην πρώτη γραμμή της σύγκρουσης, γιαγιάδες που πολεμάνε ΜΑΤατζήδες, γυναίκες που τραγουδάνε έξω από την Ασφάλεια, μαθήτριες που κατσαδιάζουν υπουργούς. Πώς τα μέχρι χθες καλά κορίτσια της Χαλκιδικής βρέθηκαν στην πρωτοπορία του μαχητικότερου και ανθεκτικότερου κινήματος στην εποχή των Μνημονίων;
Ξέρω πως πολλοί από εσάς θα κλωτσήσετε ήδη από τον τίτλο. Τί δουλειά έχει ο φεμινισμός σ’ έναν πάνδημο αγώνα ανδρών και γυναικών ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, μια πολυεθνική και τον ντόπιο συνεργάτη της, την τρόικα εσωτερικού και την τρόικα εξωτερικού; Κι όμως έχει: ως εργαλείο για να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε ποιος είναι ο ρόλος των γυναικών σε μια μικρή κοινωνία και για το πώς η ενεργός συμμετοχή σ’ ένα κίνημα μπορεί να αλλάξει τη ζωή τους. Η Ιερισσός βρίσκεται στο τρίτο πόδι της Χαλκιδικής. Έγινε το επίκεντρο αυτής της μάχης γιατί είναι κεφαλοχώρι, σχεδόν ημιαστική. Ένα χωριό που είχε πάντα χρήματα κι ακόμα και τώρα δεν έχει ζήσει την κρίση – τουλάχιστον όχι όπως την βιώνουμε στις μεγάλες πόλεις. Η περιοχή ονομάζεται και «προ του Όρους»: είναι η είσοδος ενός κράτους εν κράτει, ενός άβατου για τις γυναίκες. Η γειτνίαση με το Άγιο Όρος επηρεάζει όλες τις πλευρές της ζωής των κατοίκων: τα αγόρια ανεβαίνουν στο Όρος με τους πατεράδες τους, όχι μόνο για να μιλήσουν με τον πνευματικό τους, αλλά και για να εργαστούν. Ξυλοκόποι, χτίστες, μαραγκοί – όσοι μπορούν να συνεργαστούν με τη μοναστική κοινότητα απολαμβάνουν μέρος των προνομίων που της έχει παραχωρήσει το ελληνικό κράτος. Η σχέση είναι βαθιά και δομική: τα μικρά αγόρια εκπαιδεύονται σε σχέση με τις γυναίκες, την έννοια του ανδρισμού και της οικογένειας από καλογέρους. «Και δεν είναι μόνο αυτό» , μου λέει ο Θ.Κ., γέννημα – θρέμμα Χαλκιδικιώτης που ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο για να επιστρέψει στη γενέτειρά του στα 40 του. «Υπάρχει μια φράση που λέγαν οι καλογέροι: ευλογημένη Ιερισσός, καταραμένο Όρος. Έβγαιναν εδώ, είχαν ερωμένες, πολλοί έφτιαχναν οικογένειες. Επίσης, πολλές φαμίλιες έστελναν τα κορίτσια τους να κάνουν ‘ευλογία’, να είναι υπηρέτριες δηλαδή (για κάθε χρήση) σε κάποιον καλόγερο. Ή μπορεί να πήγαινε και η σύζυγος για ένα διάστημα. Ο έλεγχος του μυαλού των ανθρώπων ήταν τεράστιος». Όλα αυτά άλλαξαν μετά τη δεκαετία του ’80, παρ’ όλα αυτά η χερσόνησος του Άθω -εμφανώς λιγότερο τουριστικά ανεπτυγμένη κι απομονωμένη γεωγραφικά- παρέμενε βαθύτατα συντηρητική. Όχι μόνο ως προς τη δομή της μικροκοινωνίας της, αλλά και ως προς τις πολιτικές επιλογές της. Η σχέση με την εκκλησία άρρηκτη και βαθιά και η θέση των γυναικών δεδομένη. Με μικρές αλλαγές βεβαίως: οι 30άρες τού σήμερα δεν μοιάζουν με τις μητέρες τους, αλλά μέχρι πρόσφατα δεν διέφεραν και πάρα πολύ. «Τι σχέση έχω εγώ με τη μάνα μου; Καμία». Και οι δέκα γυναίκες που έχουν σήμερα μαζευτεί για να κουβεντιάσουμε πώς το κίνημα άλλαξε τη ζωή τους στην αρχή δυσκολεύονται να δουν τη θέση τους, το κοινωνικό τους φύλο και το πώς κατασκευάστηκε. Μόνο όταν στο τραπέζι πέφτει το ερώτημα «πόσων χρόνων είναι το παιδί σου», το ερώτημα αποκτά νόημα. Οι 9 στις 10 έγιναν μητέρες στα 20-23 τους. «Τώρα το συνειδητοποιώ», λέει η Κατερίνα. «Όντως μας έστελναν να σπουδάσουμε, μας έλεγαν να μην εξαρτιόμαστε οικονομικά. Όμως ο διακαής τους πόθος ήταν να παντρευτούμε και να κάνουμε παιδιά. Κι εμείς, σαν καλά κορίτσια, σπουδάσαμε, γυρίσαμε πίσω, παντρευτήκαμε, δουλεύαμε, φροντίζαμε το σπίτι και κάναμε και παιδιά. Δηλαδή, τα πάντα όλα». Όταν ξεκινήσαμε αυτή την κουβέντα μεταξύ γυναικών που βρέθηκαν στις ίδιες μάχες από άλλη θέση (εκείνες ως αγωνίστριες κι εγώ ως ρεπόρτερ) και που δεν έχει καμία επιστημονική αξίωση, αλλά θέλει να λειτουργήσει ως πολαρόιντ, το πρώτο πράγμα που ανέφεραν όλες τους ήταν η εξωτερική τους εμφάνιση. «Δεν είμαστε γυναίκες πια, κοίτα χάλια», έλεγαν η μια μετά την άλλη, ενώ έδειχναν στις υπόλοιπες αξύριστα πόδια, άβαφα νύχια και ρίζες στα μαλλιά. Όσο η κουβέντα προχωρούσε όμως, τόσο περισσότερο μιλούσαν όλες τους για μιαν «άλλη γυναίκα». «Όταν μου είπαν ότι δεν πρέπει να βάφομαι στις κινητοποιήσεις, σοκαρίστηκα. Είχα συνηθίσει να βγαίνω από το σπίτι μου πάντα περιποιημένη. Δεν έπρεπε να βάζω καν ενυδατική!» λέει η Άννα. «Δεν ξέραμε τι είναι τα χημικά, γι’ αυτό την πρώτη φορά που μας έριξαν τρέχαμε καταπάνω στο σύννεφο. Νομίζαμε ότι οι κρότου – λάμψης είναι σφαίρες», συμπληρώνει η Κατερίνα. Οι γυναίκες έζησαν για πρώτη φορά καταστολή πέρσι μετά την παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Τότε, με τα τακουνάκια τους, τα σκουλαρικάκια τους και τα καλοχτενισμένα τους μαλλιά βρέθηκαν να κυνηγιούνται από ΜΑΤατζήδες επί ώρες μες στο δάσος. Πολλές τραυματίστηκαν και κάμποσες βρέθηκαν κατηγορούμενες . Έτσι οργάνωσαν «επίδειξη… τάπεργουέαρ»: έδειξαν το μααλόξ, πώς το αραιώνουμε με νερό, πώς το ψεκάζουμε. Σήμερα καμιά τους δεν πηγαίνει σε κινητοποίηση χωρίς μάσκα, κάμποσες δε έχουν και κράνος. «Τότε άρχισα να γίνομαι μια άλλη γυναίκα», λέει η Λένα. «Όταν παλιότερα στην Ολυμπιάδα τα ΜΑΤ έκαναν πόλεμο με τους κατοίκους, εμείς χαιρόμασταν που τα ξενοδοχεία της Ουρανούπολης έχουν δουλειά και τα βράδια τα πίναμε μαζί τους στα μπαρ». Κι η Γιούλη επιβεβαιώνει: “Μέχρι να ζήσουμε στο πετσί μας τι σημαίνει καταστολή, έβλεπα επεισόδια στην Αθήνα από την τηλεόραση κι έλεγα ‘καλά τα κάνουν και τα δέρνουν τα κωλόπαιδα που καταστρέφουν την πλατεία Συντάγματος’. Τόσο στην κοσμάρα μου». Τώρα πια, όποιος μιλάει για τον αγώνα της Χαλκιδικής, οι πρώτες εικόνες που θα φέρει στο μυαλό του έχουν πρωταγωνίστριες γυναίκες: μητέρες στην πρώτη γραμμή της σύγκρουσης, γιαγιάδες που κατσαδιάζουν ΜΑΤατζήδες ενώ πέφτουν δακρυγόνα, γυναίκες που τραγουδάνε έξω από την Ασφάλεια. Πώς αυτά τα καλά κορίτσια βρέθηκαν στην πρωτοπορία του μαχητικότερου και ανθεκτικότερου κινήματος στην εποχή των Μνημονίων; «Αυθόρμητα μου βγήκε, ένιωθα ότι απειλείται η ζωή των παιδιών μου», λέει η Μελαχρινή. «Δεν νομίζω ότι πονάω περισσότερο για τα παιδιά μας από τον άντρα μου, άλλωστε κι εκείνος είναι στην πρώτη γραμμή», λέει η Λόλα. «Απλώς εμείς είμαστε πιο ψύχραιμες με τους μπάτσους και μπαίνουμε μπροστά για να μην γίνουν επεισόδια. Και στο συντονιστικό είμαστε πιο οργανωτικές». Αυτή η «άλλη γυναίκα», η οποία έρχεται και ξανάρχεται στην κουβέντα μας, γεννήθηκε μέσα από αλλεπάλληλα σοκ. «Άλλαξε εντελώς ο τρόπος που σκεφτόμαστε», λέει η Άννα. «Πριν λέγαμε ‘αστυνομία= προστασία’, ‘δικαστής = δικαιοσύνη’, ‘τηλεόραση = αλήθεια’. Έπρεπε να ζήσουμε όλα αυτά τα γεγονότα για να καταλάβουμε πως τόσα χρόνια ζούσαμε σε μια εικονική πραγματικότητα». Κι η Βάσω δίπλα της συμπληρώνει: «Βλέπαμε ρομαντικές ταινίες και κλαίγαμε. Τώρα έχουμε γίνει πιο σκληρές, πιο ανθεκτικές. Ούτε που αντέχω να δω ρομάντζο. Το μόνο πρόβλημα είναι πως παραπονιούνται τα παιδιά μας, δεν τους αφιερώνουμε χρόνο όπως παλιά. Το κράτος τούς έκλεψε την παιδικότητά τους κι εμείς τους στερούμε τις μανάδες τους». «Εγώ δεν νιώθω καμιά τύψη. Μπορεί να μην πλένουμε, να μην σιδερώνουμε, να μην μαγειρεύουμε και να αφήνουμε τα παιδιά άλουστα, αλλά δεν θα τρώνε κουτόχορτο βλέποντας Mega, δεν θα είναι βόδια όπως ήμασταν εμείς», λέει η Μελαχρινή. «Είχα να δω τον γιό μου 4 μέρες. Τον έφερε ο άντρας μου έξω από τα δικαστήρια στον Πολύγυρο για να τον δω κλεφτά κρατώντας την ντουντούκα», αφηγείται η Λόλα. «Το παιδάκι περνούσε μέσα από διμοιρίες. ‘Τι μάνα είμαι’, αναρωτήθηκα. Και μετά λέω ‘μια χαρά είμαι, γι’ αυτόν αγωνίζομαι’». Και οι σύζυγοί τους; Πως αντέδρασαν σε όλα αυτά; Ο καθείς με τον τρόπο του: άλλος γκρίνιαξε, άλλος διαμαρτυρήθηκε εντόνως, άλλος ήταν τόσο απορροφημένος στον αγώνα που δεν κατάλαβε την αλλαγή, άλλος χάρηκε που βρήκε τη συμπολεμίστριά του. «Στην αρχή τους κανακεύαμε για να πάμε στο συντονιστικό. Πάλι θα φύγεις; Όλο αυτό ρωτάγανε», λένε οι γυναίκες, ενώ η καθεμιά ξετυλίγει… την προσωπική της μέθοδο καλοπιάσματος. Τώρα όλοι έχουν προσαρμοστεί σε αυτή τη νέα ζωή: οι άντρες τους μοιράζονται αυτονόητα τις δουλειές του σπιτιού, οι γιαγιάδες έχουν κινητοποιηθεί, το χωριό οργανώνει ομαδικά μπέιμπι σίτινγκ, μαγειρεύει συλλογικά όταν υπάρχουν κινητοποιήσεις και παλεύει σύσσωμο όταν εμφανίζονται τα ΜΑΤ. «Όταν τελειώσει ο αγώνας, φοβόμαστε ότι τα χωριά μας θα γεμίσουν διαζύγια», λένε τα κορίτσια. «Δεν μπορώ να φανταστώ ότι του χρόνου τέτοιες μέρες, αν έχουμε κερδίσει, εγώ θα γυρίσω σπίτι και θα κάνω τις δουλειές του Πάσχα», λέει η Λόλα. «Αν δεν είχαμε τα δικά μας, θα ήθελα να είμαι στην Μανωλάδα. Που όταν έσκασε το 2008 ούτε που είχα καταλάβει τι συμβαίνει». «Τώρα έχουν σταματήσει τα ‘που πας’, ‘τί ώρα θα γυρίσεις’, ‘με ποιον είσαι’. Κι όταν ζήσεις έτσι ελεύθερα, δεν γυρίζεις πίσω», συμπληρώνει η Βάσω. «Υπάρχει κι ένας άλλος παράγοντας», λέει η Μελαχρινή. «Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε χρόνος για προσωπική ζωή. Αυτός ο αγώνας μάς αλλάζει όλους, κι εμάς και τους άντρες μας. Όταν γυρίσουμε στα σπίτια μας, θα γνωριστούμε ξανά». Η μάχη του χρυσού είναι η πρώτη θερμή σύρραξη του ταξικού πολέμου που η τρόικα εσωτερικού υπό τις εντολές της τρόικας εξωτερικού εξαπέλυσε εναντίον μας. Όπως σε κάθε πόλεμο, οι ζωές των γυναικών αλλάζουν. Το στοίχημα (όχι μόνο το δικό τους, ολόκληρης της μικροκοινωνίας τους) είναι μπροστά τους ανοιχτό: Θα καταφέρουν να εμπεδώσουν αυτές τις ριζοσπαστικές αλλαγές όταν η συνθήκη έκτακτης ανάγκης δεν θα υφίσταται πια; Πριν από αυτό όμως υπάρχει κι ένα άλλο στοίχημα κι αυτό μας αφορά όλες και όλους: η μάχη της Χαλκιδικής αργά ή γρήγορα θα λήξει. Θα την κερδίσει η δημοκρατία ή η κρατική βία; Τα ανθρώπινα δικαιώματα ή η καταστολή; Οι άνθρωποι ή οι εταιρείες; Τα κινήματα ή οι εργολάβοι; Μην βιαστείτε να απαντήσετε. Μέρες σαν κι αυτή προσφέρονται για ρητορική. Όπως έλεγε κι ο παππούς Ένγκελς όμως, «ένα γραμμάριο δράσης αξίζει ένα τόνο θεωρίας». * Η Ντίνα Δασκαλοπούλου είναι ρεπόρτερ στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Από τον Φεβρουάριο με συνεχείς αποστολές καλύπτει τα γεγονότα της Χαλκιδικής.
* Η Κατερίνα Σεϊτανίδου είναι φωτογράφος και ζει στην Ιερισσό. φωτογραφίες: Κατερίνα Σεϊτανίδου**