Ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στην «Εφ.Συν.» 40χρονης μητέρας από τις Φιλιππίνες για τη δράση των νεοναζί στους Αμπελοκήπους, όπου αποτελούν «κράτος εν κράτει»
→Οι χρυσαυγίτες εκδίδουν οδηγίες για αλλοδαπούς σε ποια πεζοδρόμια θα περπατούν και απαγορευτικά κυκλοφορίας μετά τις 10 το βράδυ
Της Ντάνι Βέργου
Η Μ. είναι 40 χρόνων, άγαμη μητέρα ενός 10χρονου πανέμορφου μικρού, αριστούχου μαθητή του Δημοτικού. Πριν από 19 χρόνια ήρθε από τις Φιλιππίνες. Από τότε εργάζεται κάθε μέρα, με ένα ρεπό την εβδομάδα, χωρίς διακοπές, σε σπίτια ως βοηθός.
Τα χαρτιά της είναι τακτοποιημένα. Πληρώνει κανονικά τους φόρους που της αναλογούν. Είναι ασφαλισμένη. Απέναντι στην πολιτεία είναι καθ΄ όλα εντάξει. Η πολιτεία όμως δεν είναι.
Η Μ. δεν έχει τα ίδια δικαιώματα που έχω εγώ. Διότι η πολιτεία αφήνει το φάντασμα με τον αγκυλωτό σταυρό να πλανάται στη γειτονιά μας. Να εκδίδει οδηγίες για το σε ποια πεζοδρόμια θα περπατά και απαγορευτικά κυκλοφορίας μετά τις 10 το βράδυ.
Aμπελόκηποι. Εκεί όπου πολλοί αλλοεθνείς συμβιώνουν, χρόνια τώρα, αρμονικά μαζί μας. Γνωριζόμαστε από τα παιδικά μας. Και τώρα τα παιδιά μας μεγαλώνουν μαζί. Μαθαίνουν γράμματα στα ίδια σχολεία και φροντιστήρια, παίζουν στα ίδια πάρκα, πηγαίνουν στα ίδια πάρτι, ψωνίζουν από το ίδιο βιβλιοπωλείο μολύβια και γομολάστιχες και από το ίδιο ψιλικατζίδικο τσίχλες και παγωτά. Δεν έχουμε όμως τα ίδια δικαιώματα.
Οι άνδρες με τα μαύρα
«Πριν από μία εβδομάδα στο πάρκο ξέμειναν να τρώνε σουβλάκια, με τα μικρά να κάνουν κούνιες και τσουλήθρες, μια παρέα Φιλιππινέζων. Η ώρα ήταν περασμένες δέκα όταν ήρθαν άνδρες με μαύρα μπλουζάκια και τους απείλησαν. Θα είστε σπίτι σας πριν από τις δέκα το βράδυ. Δεν θα κυκλοφορείτε μετά τις δέκα. Δεν θέλουμε να σας δούμε έξω ξανά. Να το μάθουν όλοι». Ακούω τη Μ. και θυμώνω. Η οδηγία διαδόθηκε. Ο πατέρας ενός συμμαθητή του γιου της τη βρήκε, όπως και άλλους, για να την προειδοποιήσει.
Τι θα κάνεις, τη ρωτάω. «Τι να κάνω. Θα πηγαίνω σπίτι μου».
Πήγες στην Αστυνομία; «Οχι.Τρελάθηκες;». Στην πρεσβεία; «Οχι, να δώσω το όνομά μου; Κι αν στην πρεσβεία δεν μπορούν να κάνουν κάτι; Ο μικρός δεν έχει κανέναν άλλον».
Αμηχανία
Ντρέπομαι. Από αμηχανία χαζεύω τις τραμπάλες και τα δέντρα του πάρκου. Εκεί που τα παιδιά μας παίζουν από μωρά. «Εσύ μπορείς να έρχεσαι. Μη στενοχωριέσαι για εμάς». Και με ποιον θα παίζει το δικό μου παιδί αν οι μισοί φίλοι του είναι σπίτι τους; Οσο περνάει η ώρα η ιστορία γίνεται όλο και πιο ανατριχιαστική.
Τη Δ., που είναι και αυτή από τις Φιλιππίνες, 20 χρόνια στην Ελλάδα, κάποιοι γείτονες τη συμβούλευσαν, μου λέει η Μ., να περπατάει στα απέναντι πεζοδρόμια κάποιων παμπ στους Αμπελόκηπους. Γιατί «οι θαμώνες τους δεν θέλουν τους ξένους».
«Είχα καταλάβει κάτι, αλλά δεν ήμουν σίγουρη», μου εκμυστηρεύεται. Διηγείται ότι την προηγούμενη εβδομάδα γυρνούσε στο σπίτι της με τον μικρό της. Η ώρα ήταν 9.20 το βράδυ. Το σπίτι της βρίσκεται κοντά στο άντρο της Χ.Α. της οδού Μεσογείων, το οποίο φρουρείται από μέλη της οργάνωσης. «Ε!» ακούει να της φωνάζουν, από μακριά. «Γρήγορα σπίτι». «Δεν μίλησα, είπα στον μικρό να περπατήσει πιο γρήγορα», λέει.
«Ευτυχώς δεν μας πείραξαν». Τι εννοείς, τη ρωτώ.
«Πριν από δυο εβδομάδες τρεις Φιλιππινέζες είχαν βγει για να γιορτάσουν γενέθλια σε ένα φαστφουντάδικο των Αμπελοκήπων. Γυρνούσαν σπίτι κατά τις 10.15. Τις σταμάτησαν τρεις άνδρες με μαύρες μπλούζες και το σήμα της Χ.Α. Πέρασαν στα χέρια τους χειροπέδες και…».
Το βλέμμα χαμηλώνει. Σταματά να μιλάει. Τι έγινε Μ., τη ρωτάω. «Είναι άσχημα τα πράγματα. Φοβάμαι για τον…». Επειτα από λίγο μου λέει: «Μας σταματούν στον δρόμο και μας ρωτάνε: “Εχεις δουλειά;” Αν πεις “ναι” τρως ξύλο, αν πεις “όχι” σε κρατούν, σου λένε “Δεν έχεις χαρτιά ε;” και φωνάζουν την Αστυνομία. Σε κάθε περίπτωση, αντί για το κρατητήριο διαλέγεις το ξύλο, ακόμα κι αν είσαι άνεργος».