Ένα ενδιαφέρον άρθρο που μπορεί να μην μας εκφράζει ιδεολογικά αλλά το παραθέτουμε προς προβληματισμό , καθώς θεωρούμε ότι εμπεριέχει ενδιαφέροντα στοιχεία & παραμέτρους προς ανάγνωση.
Η κατάργηση της σημερινής παρωχημένης μορφής των λεγόμενων εθνικών εορτών και η ολοσχερής εκ θεμελίων ανανοηματοδότηση του περιεχομένου τους, ώστε πλέον μέσω αυτών να προωθούνται αποκλειστικά και μόνο ειρηνιστικές, ανθρωπιστικές και αντιμιλιταριστικές αξίες,και όχι η φετιχοποιημένη λατρεία των συνόρων, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αποτελέσει προτεραιότητα για μια ριζοσπαστική Αριστερά – εάν τυχόν η τελευταία θέλει πραγματικά να μετασχηματίσει την κοινωνία προς μια κατεύθυνση που θα φέρει διαυγές διεθνιστικό και ταξικό πρόσημο. Για να συμβεί όμως το τολμηρό αυτό βήμα συλλογικού εκδημοκρατισμού, καθίσταται αναγκαία πρωτίστως η αποδόμηση όλης εκείνης της εθνικιστικής μυθολογίας που έχουμε συνηθίσει να τη θεωρούμε “αυτονόητη”, αφού επί σειρά αιώνων παρεμβαίνει στις ανθρώπινες συνειδήσεις, θολώνει εσκεμμένα τα ιστορικά γεγονότα και συσκοτίζει τα επίδικα διακυβεύματα. Διότι οι βερμπαλιστικές σχολικές ρητορείες για το τι σημαίνει “ηρωισμός”, όχι μόνο απέχουν παρασάγγας από την τραγική πραγματικότητα, αλλά οδηγούν εύκολα στην άκριτη αποδοχή στρατοκρατικών αντιλήψεων που καταφάσκουν στις θυσίες ανθρώπινων ζωών, αρνούμενες να αναζητήσουν εναλλακτικές μορφές αντιστάσεων, οι οποίες ναι μεν συνήθως αποδίδουν μεταγενέστερα αλλά σε τελική ανάλυση διαφυλάσσουν πληρέστερα τα ύψιστα έννομα αγαθά. Αρκεί βεβαίως, ως έλλογοι άνθρωποι, να κατανοήσουμε επιτέλους ότι σε αυτά τα αγαθά δεν περιλαμβάνονται κατά προτεραιότητα τα άψυχα εδάφη.
Στον τομέα αυτόν την Αριστερά την περιμένει ακόμη πολλή ιδεολογική δουλειά, όχι μόνο έναντι της κοινωνίας αλλά και έναντι του ίδιου της του εαυτού, καθώς οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους έχουν προς το παρόν διασφαλίσει ότι η καταθλιπτική ηγεμονία των αντίθετων ιδεών είναι καλά εμπεδωμένη στους πολίτες.
Έτσι, και ως προς την 28η Οκτωβρίου, οι ιστορικές αλήθειες αποσιωπούνται και αντικαθίστανται από εθνικούς μύθους. Ένας τέτοιος μύθος, π.χ., λέει ότι η Ελλάδα του Μεταξά ήταν εντελώς απροετοίμαστη όταν δέχτηκε επίθεση από μια “ισχυρή και πάνοπλη” Ιταλία.
Όμως, στην πραγματικότητα, η ελληνοϊταλική σύγκρουση, ως τμήμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, έγινε για την αναδιανομή ευαίσθητων και γεωπολιτικά ζωτικών περιοχών του κόσμου. Η ιμπεριαλιστική Ιταλία μέσα στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 1930, ήθελε να αποκτήσει πρόσβαση στις περιοχές των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, ως προγεφύρωμα για την Αίγυπτο, που γειτονεύει με τα πετρέλαια. Στην Ελλάδα, επίσης, η μεγάλη πλειονότητα των καπιταλιστών τασσόταν υπέρ της ιμπεριαλιστικής Αγγλίας. Ανέκαθεν ο αγγλόφιλος ως προς την εξωτερική του πολιτική δικτάτορας Μεταξάς και οι Έλληνες καπιταλιστές, που τον είχαν στηρίξει αναφανδόν, ελπίζανε διακαώς να πετύχουν τον διαμελισμό της Αλβανίας, και επομένως θεώρησαν την ιταλική εισβολή ως μια θαυμάσια ευκαιρία για περάσουν στην αντεπίθεση και να καρπωθούν ένα κομμάτι της Νότιας Αλβανίας, προς όφελος φυσικά της ελληνικής άρχουσας τάξης και όχι των εργαζομένων.
Βεβαίως, προκειμένου να κινητοποιηθούν οι εργαζόμενοι και να πάνε να πολεμήσουν (και να σκοτωθούν) καλλιεργείται ένα τεχνητό κλίμα εθνικής έξαρσης και ευφορίας. Οι δε αξιωματούχοι της 4ης Αυγούστου είναι γνωστό ότι παρέμεναν στα μετόπισθεν, μέσα σε ασφαλή καταφύγια δίδοντας εντολές για συνεχείς εφόδους των φαντάρων και για ατελείωτες οδυνηρές πορείες θανάτου μέσα στα χιόνια. Ο φασίστας Μεταξάς αδημονούσε γι’ αυτή τη στιγμή, και κάθε άλλο παρά ένιωσε αιφνιδιασμένος. Μάλιστα, ακολουθούσε επί χρόνια μια τεράστια κούρσα εξοπλισμών που στοίχιζε πανάκριβα στη ζωή του κάθε φτωχού Έλληνα εργάτη. Αγόραζε αφειδώς αεροπλάνα (115 τον αριθμό!), πυροβόλα, δεκάδες χιλιάδες τουφέκια, εκατοντάδες χιλιάδες βλήματα και ξόδευε εκατοντάδες εκατομμύρια δραχμές για την αγορά ασύρματου υλικού. Τα ποσά αυτά για τα δεδομένα της εποχής ήταν εξωφρενικά, ενώ οι μόνοι που έβγαιναν κερδισμένοι ήταν τα αδηφάγα αφεντικά της πολεμικής βιομηχανίας, των οποίων ο Μεταξάς υπήρξε πιστός υπηρέτης.
Το 1939, για παράδειγμα, ο ελληνικός στρατός υπέγραψε κολοσσιαία συμβόλαια με την ΠΥΡΚΑΛ του Μποδοσάκη γα παραγωγή πυρομαχικών αξίας 600 εκατομμυρίων δραχμών Τα στοιχεία του Γ.Ε.Σ., σε αντίθεση με την επίσημη προπαγάνδα μας που ακόμη και σήμερα μιλάει για τον δήθεν ελάχιστο αριθμό Ελλήνων που βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους αναρίθμητους Ιταλούς, αποκαλύπτουν ότι λίγες μέρες μετά το ξέσπασμα του πολέμου ο ελληνικός στρατός ήταν ισοδύναμος με τον ιταλικό: διέθεταν περίπου από 240.000 άντρες ο καθένας (βλ. σχετικά το άρθρο της Κατερίνας Θωίδου στην Εργατική Αλληλεγγύη, τχ. 545, Οκτώβριος 2002). Έτσι, η σύγκρουση αυτών των δύο γιγαντιαίων πολεμικών μηχανών δημιούργησε ένα τεράστιο σφαγείο, η ύπαρξη του οποίου σήμερα αποκρύπτεται επιμελώς διότι καταχωνιάζεται κάτω από τα επαναλαμβανόμενα μελωδικά άσματα της εποχής, που υφαίνουν έντεχνα σε τηλεθεατές και ακροατές μια ρομαντική ατμόσφαιρα παντελώς “εκτός τόπου και χρόνου” (φιλοδοξώντας πιθανώς να διατηρήσουν και τις επόμενες γενεές μια διαρκή “ετοιμοπόλεμη κατάσταση”). Λίγοι γνωρίζουν ότι μέσα σε έξι μόνο μήνες σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν βαριά 75.000 φαντάροι, ιλιγγιώδης αριθμός για την εποχή εκείνη. Οι λεπτομερείς περιγραφές του Άγγελου Τερζάκη για τα κρυοπαγήματα και τη φρίκη είναι συγκλονιστικές και αδιάψευστες. Αυτή είναι η απομυθοποιημένη, αποκρουστική και φριχτή όψη του λεγόμενου ελληνοαλβανικού έπους, και υπό ένα τέτοιο πρίσμα πρέπει να την αντιμετωπίζει κάθε ασυμβίβαστος αριστερός ειρηνιστής που θέλει να αλλάξει τον κόσμο και να αντιστέκεται με αντιεθνικιστική συνέπεια προς όλους όσοι ωφελούνται από το δράμα του πολέμου.
***
Ο άνθρωπος, ευτυχώς, δεν γεννιέται πολεμιστής. Οι ατεκμηρίωτες θεωρίες περί έμφυτης βίας και δολοφονικών ενστίκτων δεν μπορούν πειστικά να μας εξηγήσουν το γιατί χρειάζεται κάθε φορά τόση προσπάθεια από τις κρατικές εξουσίες ώστε να μπορέσει να μετατραπεί ένας φυσιολογικός άνθρωπος σε στρατιώτη πρόθυμο να σκοτώσει (τάχα αμυνόμενος). Η επιστήμη έχει αποδείξει ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε ως θήραμα (π.χ. αρχικά τον κυνηγούσαν τα άγρια ζώα) και πολύ αργότερα έγινε θύτης (για υλικούς λόγους, δηλαδή λόγω της ανακάλυψης των εργαλείων και της φωτιάς). Από τότε δηλαδή που ξεκίνησαν οι πόλεμοι, απαιτείται ολόκληρη τελετουργία προκειμένου να καμφθούν οι αντιστάσεις του κάθε ατόμου σε αυτή τη βαρβαρότητα, ακριβώς διότι πρόκειται για μια αφύσικη κατάσταση. Απαιτείται μετάβαση σε μια άλλη σφαίρα που συνοδεύεται με έκσταση, τεχνητό ενθουσιασμό, αίσθημα φρενήρους “μέθης”, κατασκευασμένο πνεύμα “κοινότητας συμφερόντων” (λες και τα αποτελέσματα του πολέμου με την Ιταλία θα ήταν τα ίδια για φτωχούς και πλούσιους), συστηματική πλύση εγκεφάλου (κυρίως κατά την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία) και επιδίωξη “ηρωικής αυτοθυσίας” (κατά ρητή παράβαση του βιολογικού ενστίκτου της αυτοσυντήρησης).
Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλές κοινωνίες (ιστορικές και σύγχρονες), για να πετύχει αυτή η διαδικασία, χρησιμοποιούνται διάφορες τελετές μύησης, αλλά και γίνεται χρήση αλκοόλ και παραισθησιογόνων ουσιών. Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι χρειάζεται να περάσει κανείς σε μια “κατάσταση υπέρβασης” για να μπορέσει να υψώσει το χέρι του και να αφαιρέσει μια άλλη ανθρώπινη ζωή, δηλαδή για να θέλει να σκοτώσει ή για να αδιαφορεί αν θα σκοτωθεί. Γι’ αυτό το λόγο η πρακτική της δολοφονίας, και μάλιστα μαζικού τύπου, που ως μέθοδος νομιμοποιείται επίσημα και απόλυτα από την εξουσία σε καιρό πολέμου (ενώ αντιθέτως, με περισσή υποκρισία, κατακρίνεται σφόδρα στην περίπτωση π.χ. ένοπλων οργανώσεων που αντιμάχονται το ταξικά καταπιεστικό σύστημα σε περίοδο ειρήνης), δεν γινόταν ποτέ –ούτε καν στην αρχαιότητα– τόσο εύκολα αποδεκτή. Άλλωστε, υπήρξαν πάρα πολλοί άνθρωποι που σε όλες τις εποχές με κάθε τρόπο προσπάθησαν να αποφύγουν τη συμμετοχή τους στην παράλογη σφαγή που λέγεται πόλεμος (ακόμη και με αυτοακρωτηριασμούς). Όσο για το παραπλανητικό επιχείρημα περί (κακού) “επιτιθέμενου” και (καλού) “αμυνόμενου”, είναι αρκετό να εξετάσει κανείς, λ.χ., τους σημερινούς εκατέρωθεν ισχυρισμούς Γεωργίας και Ρωσίας για να διαπιστώσει όχι μόνο τον προσχηματικό του χαρακτήρα αλλά και την ασάφεια και μεροληψία που περικλείει.
Με βάση τα παραπάνω, συνεπώς, η 28η Οκτωβρίου θα πρέπει να μετουσιωθεί σε μέρα αφιερωμένη ενάντια στην κρατική και διακρατική βία και ενάντια σε κάθε είδους πόλεμο, χωρίς γιορτές, πολεμοχαρείς παρελάσεις ή εμπρηστικά και μεροληπτικά σχολικά κηρύγματα μίσους που φουσκώνουν τα μυαλά των μαθητών, αλλά με ψύχραιμη κριτική ανάλυση των αιτίων που κινούν την Ιστορία. Όσο για τη σχετική αργία αυτή πρέπει να μετατεθεί στις 9 Μαϊου, ημέρα κατά την οποία ολόκληρη η Ευρώπη γιορτάζει την ήττα του χιτλερικού Άξονα – με την κακόγουστη εξαίρεση της Ελλάδας, που μοιάζει να αρέσκεται να θυμάται την έναρξη και όχι τη λήξη της τετραετούς αυτής πολεμικής τραγωδίας.