αργά, είναι πια αργά

 

Κάποτε, όχι πολύ παλιά, σκεφτόμουν ότι επιτρεπόταν να ξεκουράζεις το βλέμμα σου απ’ το τηλεοπτικό παραλήρημα και την γενική δυσκολία. Μια σύντομη βόλτα στις γειτονιές της Αθήνας είχε, πολλές φορές, σχεδόν ευεργετικές ιδιότητες, καθώς η πόλη έκρυβε γωνίες, εικόνες και όλων των ειδών τα θαύματα. Σήμερα, το περπάτημα μέχρι τη δουλειά, αν έχεις, μέχρι τον ΟΑΕΔ, αν τον δικαιούσαι, το οποιοδήποτε τελικά περπάτημα, μοιάζει με αφόρητο αγώνα δρόμου. Το σλάλομ μεταξύ των πεσμένων το ‘χουμε πια τελειοποιήσει, τα όχι στα φανάρια γίνονται μηχανικά, τα ταμπελάκια των ζητιάνων μεταφράζονται αυτόματα σε άγνωστες λέξεις. Στο Κουκάκι και τη Νίκαια, τα παιδιά μετράνε τα πλακάκια και μεις τα ενοικιάζεται.

Το Σάββατο, οδηγώντας στο Βύρωνα, με πιάνει το φανάρι. Παρατηρώ στην απέναντι γωνία, έναν άντρα γύρω στα σαράντα να στέκεται στο πεζοδρόμιο. Καταλαβαίνω πως κοιτάζει τον κάδο σκουπιδιών στο πλάι του. Ύστερα, βγάζει ένα τζιν μέσα από τον κάδο. Ψάχνει το ταμπελάκι στο μέσα μέρος του παντελονιού. Ψάχνει να δει αν του κάνει το νούμερο. Την ώρα που το τοποθετεί πάνω του, λες και ψωνίζει στο πολυκατάστημα, ανάβει πράσινο. Απ’ την ασφάλεια του καθρέφτη – σαν την οθόνη στο σαλόνι – παρακολουθώ τη σύνοψη τριών χρόνων δελτίων ειδήσεων και συνεδριάσεων της φερόμενης ως βουλής των Ελλήνων. Ο άντρας απομακρύνεται απ’ τον κάδο και το οπτικό μου πεδίο, κρατώντας το τζιν παντελόνι και την αξιοπρέπειά μας. Και τα δύο, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, βρίσκονται στα σκουπίδια.

Τις προάλλες που συνάντησα τον φίλο μου τον Π., που κλείνει χρόνο άνεργος, μου ‘ρθε στο μυαλό αυτόματα, μία απ’ τις τελευταίες συνεντεύξεις που πήγε. Σε μια αποθήκη κοντά στις γραμμές, του είπαν ότι ψάχνουν υπάλληλο, 6 μέρες, 8ωρο,  450 ευρώ. «Δεν ξέρεις τί γίνεται εκεί έξω;» του είπε ο άντρας που θα αποφάσιζε για την πρόσληψη. Κάθε φορά που βλέπω κάποιον άνεργο, πολύ συχνά δηλαδή, φοβάμαι ότι αν τον ρωτήσω τί κάνει, θα μου απαντήσει «δεν ξέρεις τί γίνεται εκεί έξω;». Δεν ξέρετε τί γίνετε έξω; Στον ανυπολόγιστα σκληρό κόσμο των μικρών αγγελιών και των συνεντεύξεων παίζεται η ζωή μας.

Το περασμένο Σάββατο, στην αντιφασιστική συναυλία στην πλατεία Συντάγματος, ο τραγουδιστής ξεκινάει τους γνωστούς στίχους. «Ποιός τη ζωή μου, ποιός την κυνηγά να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα». Δίπλα μου άνθρωποι, από την Πακιστανική κοινότητα, κρατάνε ένα πανό με τη φωτογραφία του δολοφονημένου Σαχτζάτ Λουκμάν. Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις το ηλεκτρικό ρεύμα που διαπερνά τα σώματα, όταν έρχονται αντιμέτωπα με τέτοιες υπερβολικά ζόρικες πραγματικότητες. Εκείνη τη στιγμή καταργούνται αυτόματα όλες οι δικαιολογίες και εσύ μετατρέπεσαι μέσα σε ένα δευτερόλεπτο σε εκείνο τον τύπο που σε μια ταινία, ήθελε, το σκέφτηκε, το ‘χε στο νου του, αλλά δεν κατάφερε να σταματήσει την τραγωδία. Είναι πολύ δύσκολο να μην ντραπείς λίγο εκείνη τη στιγμή, που ο παλιός στίχος συναντάει την σημερινή φωτογραφία. Αυτό το τραγούδι που άκουγε κάποτε ο πατέρας στο αυτοκίνητο, δεν ήταν μια αρχαία 60αρα maxcell, ήταν το στριφνό μέλλον που δεν φαντάστηκες. Δεν διαβάζουμε πια ιστορία, την παρακολουθούμε σε live μετάδοση και δεν θες να το λες δυνατά, αλλά είναι αλήθεια, «για κάποιον μες στον κόσμο είναι αργά».

Λένε και ξαναλένε, τρία χρόνια τώρα, οι θιασώτες της λιτότητας των άλλων, ότι πρέπει επιτέλους να αφήσουμε το λαϊκισμό, τον παραλογισμό και τις δήθεν ευαισθησίες. Το πράγμα θέλει σχέδιο, λογική, αυτονόητα και μεταρρυθμίσεις και όλα αυτά, μας τα παρέχει το διαβολικό αλλά απαραίτητο σαν το οξυγόνο, μνημόνιο. Προσωπικά, μ’ αρέσει να θυμάμαι εκείνη την ηρωίδα του Χρήστου Βακαλόπουλου που έλεγε: «προτιμώ να υποφέρω στα Εξάρχεια, παρά να βλέπω Σκανδιναβούς να κάνουν μεταρρυθμίσεις». Υπάρχει άραγε αυτός ο κόσμος, στον οποίο ναι μεν θα υποφέρουμε, αλλά δεν θα είναι, διαρκώς, αργά για μας;

http://tovytio.wordpress.com

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *